- μουσαμάς
- 1) bâche2) linoléum
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μουσαμάς — ο 1. ύφασμα επικαλυμμένο με μονωτική ουσία, η οποία τό καθιστά αδιάβροχο 2. πανωφόρι ή κάλυμμα από τέτοιο ύφασμα για προστασία από τη βροχή 3. τάπητας με επίστρωμα λινελαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muşemma] … Dictionary of Greek
μουσαμάς — ο (λ. τουρκ.) 1. ύφασμα που αλείφεται με κερί ώστε να είναι αδιάβροχο: Σκέπασε τα χόρτα με μουσαμά για να μη βραχούν. 2. αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά, η μουσαμαδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουσαμαδένιος — α, ο κατασκευασμένος από μουσαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μουσαμάδ ες τού μουσαμάς + κατάλ. ένιος] … Dictionary of Greek
μουσαμαδιά — η αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μουσαμάδ ες τού μουσαμάς + κατάλ. ιά (πρβλ. παπάδες: παπαδιά)] … Dictionary of Greek
παράρ(ρ)υμα — ατος, το, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων… … Dictionary of Greek
άμορφη τέχνη — Ο όρος αναφέρεται στο ρεύμα που αρνείται τις θεωρητικές θέσεις της αφηρημένης τέχνης και γενικότερα την υποταγή του καλλιτεχνικού έργου σε οποιονδήποτε μορφολογικό προγραμματισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετείται η απουσία κάθε περιορισμού, με… … Dictionary of Greek
Παρθένης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1878 – Αθήνα 1967). Έλληνας ζωγράφος, ο κυριότερος αναμορφωτής της νεοελληνικής ζωγραφικής στο πρώτο μισό του αιώνα μας. Μετά τις αρχικές σπουδές στην Αλεξάνδρεια συνέχισε τη ζωγραφική του εκπαίδευση στη Ρώμη και στη Βιέννη … Dictionary of Greek
muşama — MUŞAMÁ, muşamale, s.f. 1. Pânză impermeabilă prin lăcuire sau prin ceruire pe una dintre feţe, folosită în gospodărie, în ateliere etc. pentru protecţie; obiect făcut dintr o asemenea pânză. ♢ expr. A face (un lucru) muşama = a ascunde, a… … Dicționar Român
κεροπάνι — το τεμάχιο πανιού αλειμμένο με κερί, μουσαμάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερόπανο — το κεροπάνι, μουσαμάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νιτσεράδα — η μουσαμάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)